- ομοργάζω
- ὀμοργάζω (Α)σφουγγίζω, σκουπίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀμοργ- τού ὀμόργνυμι + κατάλ. -άζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠμόργαζε — ὀμοργάζω wipe off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)